Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011

“Worship Music” – Που είναι η βερμούδα μου, που να πάρει και να σηκωσει;

Κάτι έτρεχε πάντα με μένα και τους Anthrax. Υπήρχαν πραγματα που έκαναν και μου κολλούσαν στο δευτερόλεπτο, ή πράγματα που δεν έπιανα ποτέ. Δεν έχει να κάνει με τους τραγουδιστές που άλλαζαν, ή με τους δίσκους που έγραφαν. Ακόμα και στο ίδιο album θα μπορούσα να προσκυνώ κάτι αιωνίως, αλλά και να μην ασχοληθώ ποτέ μετά την πρώτη φορά με κάτι άλλο. Ως εκ τούτου, ενώ πάντα ήταν σε mentality το πιο πάρτο-βάλτο συγκρότημα για μένα από την παλιά φουρνιά των thrashers (ναι, και απο τους Metallica), ποτέ δεν κατάφερε το τσι μου να ριζώσει μαζί τους. Θα περνούσαν μήνες χωρίς να ακούσω το παραμικρό, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να τους ξεχνούσα από καμία λίστα (τραγούδια, παίχτες, δίσκοι, wishful συναυλίες). Το προπερσινο Sonisphere ήταν μια στιγμή ευδαιμονίας και συγκυρία μιας καίριας παρατήρησης. Οι παλιοί, σωστοί και αφοσιωμένοι Anthrax fans, είναι σήμερα οι 35+ τύποι που ακούνε τα πιο gourmet πράγματα. Από μονολιθικό drone και SOAD, μέχρι Gojira και Warrior Soul. Δεν ξέρω αν το γονίδιο προϋπήρχε, αλλά σίγουρα ο καταλύτης στην αντίδραση ήταν το συγκρότημα του Scott Ian. Δε με χάλασε καθόλου η Bush περίοδος, την προτιμούσα από τα thrash-και-ξερό-ψωμί Belladonna κομμάτια. Η “Bring The Noise” περίπτωση είναι απο αυτά που με έχουν στιγματίσει σαν άνθρωπο και είμαι από εκείνους που γούσταραν πολύ την προοπτική του να κολλήσουν με τον Corey Taylor. Σε γενικές γραμμές, μπορώ να πω ότι ο Belladonna δεν ήταν από τις συμπάθειές μου. Και φυσικά, ήρθε ο κωλόγερος να με κάνει να φάω τα μουστακια μου. Το “Worship Music” είναι η φετινή Accept περίπτωση, με την εξαίρεση ότι μιλάμε για κάτι πιο user friendly για μένα, τα λεφτά μου θα πηγαίνουν πάντα στη μπάντα με trademark την βερμούδα, παρά σε εκείνη με το militaire παντελόνι. Δεν το περίμενε κανείς, παρόλα αυτά είμαι σίγουρος για τα κύματα αποθέωσης που θα έρθουν. Δεν ξέρω τι είχαν γράψει από παλιά, πόσα ρεφρεν έφτιαχναν για χρόνια, γιατι έγινε όλη αυτή η παρέλαση τραγουδιστών και μα το Άγιο Τσηζκέικ, δε με ενδιαφέρει καθόλου. Η Νέα Υόρκη έβρεξε χρυσαφι με τη μορφή των “Fight ‘Em Till You Can’t” (φανταστικό emo ρεφρεν, βαράτε όσο θέλετε), “I’m Alive” (singalong μεχρι λιποθυμίας), “In The End” (ψυχοπονιάρικο, τεράστιο mid tempo με πολλά ωωω-ωωω-ωωω), “Judas Priest” (δεν περιγράφω άλλο), “Crawl” (Belladonna ζωγραφιά) και δε θα γράψω και τον υπόλοιπο δίσκο αν και πολύ θα το ήθελα. Θα πω μόνο ότι και οι ίδιοι οι Anthrax ανήκουν στους 35+ με το delicious γούστο που λέγαμε πριν και τώρα το δείχνουν με τη διασκευή Refused (ε ναι, το “New Noise” βεβαια) σαν hidden track στο ούτως η άλλως κορυφαίο “Revolution Screams”. Τα παλικάρια δηλώνουν παρόντες και κεφάτοι, ο Charlie Benante είναι MVP όχι μόνο για το δίσκο αλλα και για ολη τη σκληρή μουσικη και αλίμονό μας έτσι και σκάσουν για κανένα indoor live…

Δεν υπάρχουν σχόλια: