Σκεφτόμουν πόσο δύσκολο είναι να ορίσεις την επιτυχία. Ειδικά στο χώρο της τέχνης και ακόμα περισσότερο στο rock. Στα 60’ς έπρεπε να έχεις κορίτσια να τσιρίζουν μέχρι λιποθυμίας σε τηλεοπτικά πλατό. Στα 70’ς, να κάνεις περιοδείες στην Αμερική και να δοκιμάζεις πανάκριβα ναρκωτικά που μόλις ανακαλύφθηκαν. Στα 80’ς, να φτιάχνεις τεράστιες παραγωγές στα stages του πλανήτη και να παίζεις live 450 μέρες το χρόνο. Στα 90’ς, να κρύβεσαι σε επαρχιακά studios, ηχογραφώντας avant garde αριστουργήματα, που ο κόσμος θα καταλάβαινε δεκαετίες αργότερα. Στα 00’ς, με το να καταφέρεις να παίξεις κάτι που δεν έχει ξαναπαιχτεί. Και τώρα, είναι απλά αδύνατον.
Όσο extreme και να είσαι, δεν πρόκειται να σοκάρεις κανέναν. Ποτέ δε θα κρατήσεις όλο το κοινό στα χέρια σου, με τόση πολλή και τόσο diverse προσφορά από σχήματα και μουσικές. Όσο το πας με τον παραδοσιακό τρόπο (συνθέτω-ηχογραφώ-περιοδεύω-χτίζω fanbase-ξανά από την αρχή), άντε να φτάσεις μέχρι τους Mastodon. Το πλέον εμπνευσμένο και φρέσκο σχήμα του χώρου, που έχει ανανεώσει τον ήχο του 3 φορές σε μια δεκαετία και που όλοι παραδέχονται, έχουν πιάσει ταβάνι δημοτικότητας και φαίνονται ευχαριστημένοι με αυτό. Εμένα μου αφήνει μια πικρία αυτό. Και μια ελπίδα ότι δεν είναι έτσι στ’ αλήθεια, κάτι θα γίνει και θα κατακτήσουν τον πλανήτη, the old fashioned way.
Αλλά και μια βαρεμάρα. Όλη αυτή η προσπάθεια, με κάνει να εκτιμώ τους Mastodon και τον κάθε Mastodon (υπάρχουν πολλοί), αλλά κάπου στην πορεία ξεχνάμε τη διασκέδαση. Με ιντριγκάρει ένας δίσκος όταν προσπαθώ να ξεχωρίσω επιρροές και φιλτραρίσματα, αυτό όμως δε σημαίνει ότι περνάω καλά. Είναι φανταστικό mind game να παραλληλίζεις το feeling της σύνθεσης με την ψυχολογία του μουσικού και της κοινής γνώμης, αλλά αυτό δε βελτιώνει τη διάθεσή μου. Δεν ήμουν ποτέ fan της mindless διασκέδασης και ποτέ δε θεωρούσα το rock ως το soundtrack για να πίνω μπύρες σε bar. Δεν ικανοποιούμαι όμως από το modus operandi της μουσικής βιομηχανίας στον παρών αιώνα (συγκροτημάτων συμπεριλαμβανομένων) γιατί πασχίζουν τόσο πολύ για κάτι ανέφικτο, που αυτό περνάει στη μουσική και προσπαθώντας εγώ να βγάλω άκρη, μεταμορφώνομαι σε ξερόλα, μίζερο γκρινιάρη που δεν ικανοποιείται με τίποτα. Το χειρότερο; Είμαστε πολλοί τέτοιοι.
Εδώ ακριβώς είναι η μαγκιά των Steel Panther. Πως παίρνεις με το μέρος σου μια στρατιά τζαναμπέτικου και απαιτητικού κοινού, που έχει ακούσει τα πάντα και δεν ικανοποιείται με τίποτα; Με το να μην προσπαθείς καν. Δε σκοτώνομαι να γράψω πρωτότυπη μουσική, αναβιώνω κάτι παλιότερο. Δεν κάνω φύλλο και φτερό τη ντουλάπα μου για να φαίνομαι ψαγμένος, cool και ασήκωτος, την κάνω φύλλο και πούπουλο, ξαναζώντας περήφανες glam days. Δε σκοτώνομαι να πουλήσω κουλτούρα, κάνω όμως όλους τους κουλτουριάρηδες να διπλώνονται από τα γέλια (καθόλου κοροιδευτικά) με τους στίχους μου. Και ξέρεις και κάτι άλλο; Μπορείς να πεις ότι δε με παίρνουν 100% στα σοβαρά, αλλά κανείς δε με απαξιώνει, γιατί και τα τραγούδια μου είναι ωραία και γιατί δεν το παίζω δήθεν καλλιτέχνης.
Το πράγμα φαίνεται 50/50, όμως δεν είναι έτσι. «πλάκα έχουν οι Panther, αλλά…», «ωραία παίζουν αυτά που παίζουν, όμως…». Μπούρδες. Όλων τα αυτιά γαργαλάνε ευχάριστα, όλοι οι πανδιάσημοι rockers γουστάρουν να ανέβουν στη σκηνή μαζί τους, όλοι αισθάνονται μια οικειότητα με τα κολάν, τα ρεφρέν και το ξασμένο μαλλί (γιατί άραγε;), όλοι έχουν κάποιο super catchy δίστιχο που θα ήθελαν σε t shirt, αλλά ποιος ακούει τη γκρίνια της γυναίκας (εμένα είναι το “That’s what girls are for, asking for directions and giving you erections”) και πάνω από όλα, υπάρχει έστω και ένας, που δεν είναι σίγουρος ότι θα πέρναγε φανταστικά σε συναυλία;
Εκτός αν πάς με το κορίτσι σου και καταλήξεις να την ψάχνεις στο backstage…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου